- εὐμεθόδως
- εὐμέθοδοςeasily compassedadverbialεὐμέθοδοςeasily compassedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευμέθοδος — η, ο (ΑΜ εὐμέθοδος, ον) 1. αυτός που έχει καλή μέθοδο, ο μεθοδικός, ο συστηματικός («τρόποι δὲ ἀναχρονισμοῡ εὐμέθοδοι καὶ παρὰ Σοφοκλεῑ», Ευστ.) 2. (για πρόσ.) μεθοδικός, ακριβής («εὐμέθοδος ἰατρός», Αλέξ. Τραλλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek